- ζωμάριον
- ζωμ-άριον, τό, Dim. of ζωμός, Damocr. ap. Gal.14.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωμάριον — ζωμάριον, τό (Α) υποκορ. τού ζωμός … Dictionary of Greek
ζωμαρίου — ζωμάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμαρίων — ζωμάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek